- χρυσοκαρακάξα
- η сизоворонка (птица)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσοκαρακάξα — η, Ν το πουλί χαλκοκορώνη, αλλ. χρυσοκουρούνα … Dictionary of Greek
χαλκοκουρούνα — η είδος αποδημητικών πουλιών, χρυσοκαρακάξα, μελάβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)